κατσάρω

κατσάρω
1. μαζεύω τα ιστία
2. καταδιώκω πλοίο με άλλο πλοίο
3. (για νέφη) κινούμαι προς κάποια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cacciare].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”